Η δυσπραξία λόγου (ή αλλιώς αναπτυξιακή λεκτική δυσπραξία) είναι μια νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει την ικανότητα του ατόμου να συντονίσει τις μυϊκές κινήσεις που απαιτούνται για την παραγωγή ομιλίας. Πρόκειται για μια κινητική διαταραχή λόγου, όπου το παιδί δυσκολεύεται να σχεδιάσει και να εκτελέσει τις κινήσεις που απαιτούνται για να προφέρει λέξεις, παρόλο που δεν υπάρχει πρόβλημα με την κατανόηση της γλώσσας ή με τους μυς της ομιλίας.
Κύρια χαρακτηριστικά της δυσπραξίας λόγου περιλαμβάνουν:
• Δυσκολία στη σωστή προφορά λέξεων: Το παιδί μπορεί να αλλάζει ήχους ή να τους παραλείπει, με αποτέλεσμα η ομιλία του να είναι δύσκολη στην κατανόηση.
• Αστάθεια στην ομιλία: Οι ίδιοι ήχοι ή λέξεις μπορεί να προφέρονται διαφορετικά κάθε φορά που το παιδί προσπαθεί να μιλήσει.
• Δυσκολία στον συντονισμό της ομιλίας: Παρόλο που γνωρίζει τι θέλει να πει, δυσκολεύεται να συντονίσει τις απαραίτητες κινήσεις των χειλιών, της γλώσσας και των φωνητικών χορδών.
• Αργή εξέλιξη της ομιλίας: Η ανάπτυξη του λόγου είναι συνήθως πιο αργή σε σύγκριση με τα συνομήλικα παιδιά.
Η δυσπραξία λόγου απαιτεί συνήθως μακροχρόνια και συστηματική παρέμβαση από ειδικούς, όπως λογοθεραπευτές, που δουλεύουν με το παιδί για να βελτιώσουν την ακρίβεια και τον συντονισμό της ομιλίας του.